τσοπάνος

τσοπάνος
τσοπάνος, ο και τσοπάνος, ο
βλ. τσοπάνης, ο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τσοπάνης — τσοπάνης, ο και τσοπάνος, ο και τσόπανος, ο πληθ. άνηδες και αναραίοι, θηλ. α και ισσα (λ. τουρκ.), βοσκός, ποιμένας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζουπάνος — ο (Μ ζουπάνος) πληθ. οι ζουπάνοι τίτλος τών αρχηγών τών Σλάβων που εισέβαλαν στο βυζαντινό κράτος νεοελλ. τσοπάνος, ποιμένας μσν. άρχοντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σλαβ. župan] …   Dictionary of Greek

  • πιστικός — (I) ή, και ιά, ό / πιστικός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πίστη, πιστός νεοελλ. (το αρσ. και το θηλ. ως ο υ σ.) ο πιστικός και η πιστικιά ο μπιστικός, μισθωτός, βοσκός, τσοπάνος μσν. αρχ. το αρσ. ως ουσ. έμπιστος υπάλληλος αρχ …   Dictionary of Greek

  • ποιμένας — ο / ποιμήν, ένος, ΝΜΑ, δωρ. τ. ποιμάν Α 1. βοσκός, ιδίως προβάτων, τσοπάνος και, ειδικότερα, στην αρχαία εποχή σε αντιδιαστολή προς τον κύριο ή ιδιοκτήτη, κν. σήμερα μπιστικός 2. εκκλ. (κυρίως ως προσωνυμία τού Χριστού) πνευματικός αρχηγός,… …   Dictionary of Greek

  • ποιμνιοτρόφος — ο, ΝΑ, ποιμνοτρόφος Α αυτός που τρέφει, που διατηρεί ποίμνια, τσοπάνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποίμνη / ποίμνιον + τρόφος (< τρέφω) πρβλ. κτηνο τρόφος] …   Dictionary of Greek

  • πρατάρης — ο, Ν αυτός που βόσκει πρόβατα, βοσκός, τσοπάνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πράτα «πρόβατα» + κατάλ. άρης] …   Dictionary of Greek

  • προβατάρης — ο, θηλ. ισσα, Ν ποιμένας, ιδίως προβάτων, βοσκός, τσοπάνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατο + κατάλ. άρης (πρβλ. γελαδ άρης)] …   Dictionary of Greek

  • σκουτέρης — (I) ο, ΝΜΑ ο σκουτάριος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού σκουτάριος*]. (II) ο, Ν αυτός που επιστατεί, που επιβλέπει τη στάνη, βοσκός, τσοπάνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλβ. skuter] …   Dictionary of Greek

  • αγκλίτσα ή γκλίτσα — Ραβδί των βοσκών, ραβδί του τσοπάνη. Αποτελείται από το σώμα και την κεφαλή. Η κεφαλή σχηματίζει στην κορυφή της α. ένα στρίψιμο –μια αγκύλη– με την οποία ο τσοπάνος πιάνει το πρόβατο ή το γίδι από το πισινό πόδι. Κατά τους γλωσσολόγους, η τέλεια …   Dictionary of Greek

  • Κριεζώτης, Νικόλαος — (Αργυρό Καρυστίας 1785 – Σμύρνη 1853). Αγωνιστής του 1821. Τον Μάιο του 1821, μόλις επέστρεψε στην Εύβοια από τη Μικρά Ασία όπου ήταν τσοπάνος στην υπηρεσία ενός πλούσιου κτηνοτρόφου, κατατάχθηκε από τον Αγγελή Γοβγίνα, γενικό αρχηγό Ευβοίας, στο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”